- Μπίρμιγχαμ
- το г. Бирмингем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μπίρμιγχαμ — Βλ. λ. Μπέρμιγχαμ … Dictionary of Greek
Χόουερθ, σερ Ουόλτερ Νόρμαν — (Haworth, Τσόρλι, Λάνκασαϊρ 1883 – Μπίρμιγχαμ 1950). Άγγλος χημικός, καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο του Μπίρμιγχαμ. Το 1937 τιμήθηκε, μαζί με τον Πολ Κάρερ, με το βραβείο Νομπέλ της Χόμορηχημείας. Ο X. έκανε σειρά ερευνών επί των σακχάρων … Dictionary of Greek
Μπέρμιγχαμ — I (Birmigham). Πόλη (1.008.381 κάτ. το 2002) της Μεγάλης Βρετανίας, στα Β της Αγγλίας. Το Μ., που ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους ως μικρός σταθμός, υπήρξε ασήμαντο χωριό κατά τον Μεσαίωνα και άρχισε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία μόνο κατά τον 17ο αι.,… … Dictionary of Greek
Ολίβιε, Λόρενς — (Laurence Olivier, Ντόρκινγκ, Λονδίνο 1907 – 1989). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Τελείωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη και το 1926 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Repertory Theatre του Μπίρμιγχαμ. Η … Dictionary of Greek
Στοκ-ον-Τρεντ — (Stoke on Trent). Πόλη της Μεγάλης Βρετανίας στην κομητεία Στάφορντ στην Αγγλία ΒΔ του Μπίρμιγχαμ στον ποταμό Τρεντ (246.800 κάτ.). Η περιοχή είναι πλούσια σε κοιτάσματα άνθρακα και η πόλη είναι κέντρο επεξεργασίας μεταλλευμάτων (σίδηρος, χαλκός… … Dictionary of Greek
Τζίλμπερ, Τζον — (Gilbert, 1817 – 1897). Άγγλος ζωγράφος και σχεδιαστής. Διακρίθηκε από μικρή ηλικία για την επιδεξιότητά του στη ζωγραφική και στο σχέδιο και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην έκθεση της Εταιρείας των Βρετανών καλλιτεχνών του 1836 με το έργο του Η… … Dictionary of Greek
Φιλντ, Μίκαελ — (Field, Μπίρμιγχαμ 1848 – Λονδίνο 1914). Ψευδώνυμο της Αγγλίδας ποιήτριας Κατερίνας Χάρις Μπράντλεϊ και της ανιψιάς της Εντίθ Έμα Κούπερ (Κένιλγουορθ, Γουαργουικσάιρ 1862 – Λονδίνο 1913). Έγραψαν σε συνεργασία 23 τραγωδίες από τις οποίες… … Dictionary of Greek